Skip to content


Αναρχικοί με στολή στην Ουκρανία;

Ο τρόπος με τον οποίο διαβάζουμε το κείμενο  Αναρχικοί με στολή στην Ουκρανία; του Τριστάν Λεόνι είναι συγκεκριμένος[1]: αποτελεί τη μόνη συστηματική προσπάθεια, από όσο μπορούμε να γνωρίζουμε, να περιγράφει ο τρόπος με τον οποίο οργανώθηκε και συντονίστηκε η συμμετοχή αναρχικών, αντιεξουσιαστών κ.α. στον ουκρανικό στρατό μετά τις 24 Φεβρουαρίου 2022. Αν και η εν λόγω συμμετοχή χρονολογείται ήδη από την έναρξη του πολέμου χαμηλής έντασης στο Ντονμπάς το 2014[2], η ρωσική εισβολή και η συνακόλουθη ένταξη της σύγκρουσης στον εν εξελίξει παγκόσμιο πόλεμο σε κομμάτια αναβάθμισε αυτήν τη συμμετοχή τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά προσδίδοντάς της αναμφίβολα μια νέα, πιο ιστορική, θα λέγαμε, διάσταση. Γιατί, όμως, μας ενδιαφέρει η συμμετοχή μιας αριθμητικά πολύ μικρής ομάδας ανθρώπων, τη στιγμή μάλιστα που οι επαναστατικές ιδέες είναι τόσο λίγο διαδεδομένες στις καπιταλιστικές κοινωνίες που ζούμε; Ο Λεόνι το αντιλαμβάνεται αυτό και επανατοποθετεί το ζήτημα ως εξής:

Κάποιοι θα μπορούσαν επομένως να αμφισβητήσουν… τη σημασία των δραστηριοτήτων πενήντα περίπου αγωνιστών που πνίγηκαν ανάμεσα σε σχεδόν ένα εκατομμύριο ένστολους, των οποίων ο αντίκτυπος στην πορεία των γεγονότων ήταν ανύπαρκτος. Στην πραγματικότητα, αν αυτή η δραστηριότητα έχει αντίκτυπο, αυτός είναι αναμφίβολα στον χώρο με επαναστατικές αξιώσεις στη Δύση[3].

Πρόκειται, επομένως, για ένα κείμενο που διαβάζεται διαφορετικά ανάλογα με τον τρόπο που αντιλαμβάνεται κανείς τη θέση των επαναστατικών μειοψηφιών εντός της «καθημερινής» διαδικασίας της ταξικής πάλης, τον ρόλο που αυτές καλούνται ή όχι να παίξουν σε περιόδους όξυνσης της κρίσης κατά την ενδεχόμενη σύνδεσή της με την επαναστατική προοπτική, πόσο μάλλον κατά το ξέσπασμα ενός καπιταλιστικού πολέμου, όπως ίσως αυτός που εξαγγέλλεται από πολλές επίσημες δυτικές φωνές όλο το προηγούμενο διάστημα. Εδώ έγκειται και μια επιπλέον χρησιμότητά του: στο γεγονός ότι θέτει έμμεσα ή άμεσα μια σειρά από θεωρητικά και πρακτικά ερωτήματα που μέχρι πρότινος φάνταζαν ξεπερασμένα, αλλά αποκτούν μια απρόσμενη επικαιρότητα, ογδόντα σχεδόν χρόνια μετά το επίσημο τέλος του τελευταίου πολέμου μεγάλης κλίμακας σε ευρωπαϊκό έδαφος.

Παρά τον σχετικά περιορισμένο αριθμό των σελίδων, ο Λεόνι προσδιορίζει με ευκρίνεια το αντικείμενο του, δίνοντας σε αυτή τη συμμετοχή το βάθος που της αρμόζει αντιπαραβάλλοντας τη, παράλληλα, με τα αντίστοιχα διλήμματα και τις απαντήσεις του παρελθόντος. Ισχύει το ίδιο τότε όπως και τώρα: ο τρόπος που αντιλαμβάνεται κανείς τον πόλεμο είναι άμεσα συνδεδεμένος με τον τρόπο που αντιλαμβάνεται το περιεχόμενο της επανάστασης, και αντιστρόφως. Στον ελλαδικό χώρο, όπως κατά τα φαινόμενα και στον γαλλικό, αυτή η σύνδεση δεν έγινε ρητή, σκόπιμα ή μη, αν και έλαβε χώρα ανάλογη προβολή των θέσεων των αναρχικών που επέλεξαν να καταταγούν στις τάξεις του ουκρανικού στρατού[4]. Στη συνέχεια βέβαια, μετά τον ενθουσιασμό των πρώτων μηνών, επικράτησε η σιωπή, σκόπιμα ή μη, με τον ίδιο τρόπο που επιβλήθηκε η λήθη σχετικά με την έκβαση παρόμοιων φιλόδοξων σχεδίων κατά τη διάρκεια του πρώτου πολέμου στο Ντονμπάς το 2014.

Τι θα γίνει, λοιπόν, αν ο πόλεμος έρθει λίγο πιο κοντά, γεωγραφικά και χρονικά;

Στο ουκρανικό αναρχικό κίνημα, οι συζητήσεις για τον πόλεμο χρονολογούνται τουλάχιστον από το 2014· τότε, όταν ξέσπασαν οι μάχες, ορισμένοι αγωνιστές εντάχθηκαν εθελοντικά σε στρατιωτικούς σχηματισμούς στο Ντονμπάς. Τις ημέρες που προηγήθηκαν της ρωσικής εισβολής στις 24 Φεβρουαρίου 2022, όταν αυτή φαινόταν επικείμενη, αρκετές δεκάδες αναρχικοί, ελευθεριακοί και ενταγμένοι αγωνιστές από την περιοχή του Κιέβου συναντήθηκαν για να συζητήσουν την κατάσταση και να αποφασίσουν τι θα κάνουν. Η συζήτηση που γινόταν εδώ και χρόνια τότε απέκτησε μια εντελώς νέα κεντρική σημασία[5].

Η συζήτηση πάνω στο τι θα κάνουμε ενόψει του επικείμενου πολέμου θα καθοριστεί σε μεγάλο βαθμό από τις θεωρητικές και πρακτικές θέσεις που έχουν παρθεί όλο το προηγούμενο διάστημα –όπως για παράδειγμα η παροχή νομιμοποίησης στην επανεμφάνιση, μετά από δεκαετίες, των ειδικών δυνάμεων του στρατού κατά τη διαχείριση της πλημμύρας στο θεσσαλικό κάμπο πέρυσι[6]–  ή πρέπει να αναμένουμε εκπλήξεις; Σε κάθε περίπτωση, όλες οι πιθανές απαντήσεις δεν μπορούν να συνεχίσουν να αγνοούν για πολύ το πραγματικό έδαφος πάνω στο οποίο εξελίσσονται οι σημερινές κοινωνικές συγκρούσεις και οι ανταγωνισμοί που προκύπτουν από αυτές:

Συνεπώς, η κουβέντα γυρίζει ξανά και ξανά με εκνευριστική συνέπεια στην ταξική πάλη και στο τι κάνουμε με αυτή· και κυρίως στην ταξική πάλη ως άρνηση της τάξης, όχι ως χειραφέτησή της αλλά ως άρνησή της ως υποκατηγορίας του κεφαλαίου. Αν ο ιμπεριαλισμός και ο πόλεμος, κυρίως στην περίπτωση της Ουκρανίας, είναι η αμοιβαία έλξη (ή αποκλεισμός) των κοινωνικών κεφαλαίων στα πλαίσια της καπιταλιστικής ολότητας, αν είναι η αμοιβαία ένοπλη μορφή που παίρνει η περιφερειοποίηση και η αναδιάρθρωση ως αναγκαίος επανακαθορισμός του τρόπου αλληλοδιαπλοκής των επιμέρους κοινωνικών κεφαλαίων, τότε δεν έχει νόημα να μιλάμε για αντιιμπεριαλισμό, για το αν θα πλαγιάσουμε με τη μία ή την άλλη πλευρά της σύγκρουσης, καθώς εδώ δεν υπάρχει το διακύβευμα της “κρίσης” στις μητροπόλεις και τις όξυνσης των αντιφάσεων που οραματίστηκε ο Λένιν. Ο σημερινός πόλεμος δεν είναι πόλεμος “δημιουργίας” ή επιβολής του καπιταλισμού. Είναι ένοπλη αναδιάρθρωση του υπάρχοντος καπιταλισμού[7].

Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει γεννήσει μια σειρά σημαντικών κοινωνικοϊστορικών μορφών, ωστόσο μια πιστεύουμε ότι θα έχει ιδιαίτερη σημασία για τη συζήτηση που επιδιώκεται να ανοιχτεί εδώ: η μορφή-λιποτάκτης και η πρακτική που τη συνοδεύει έχει αποκτήσει τέτοιες διαστάσεις στο ουκρανικό πεδίο της μάχης ώστε καμία συζήτηση για τη σημασία του πολέμου σήμερα δεν μπορεί να την παρακάμψει χωρίς συνέπειες[8]. Αν και η αντιιμπεριαλιστική ιδεολογία έχει δείξει προ πολλού τα αδιέξοδά της, είναι ίσως πάνω σε αυτό το σημείο του”διαλόγου” που η πόλωση αναμένεται να είναι μεγάλη, δείχνοντας τότε καθαρά πώς αντιλαμβάνεται κάνεις την εναντίωση σε κεντρικές κατηγορίες γύρω από τις οποίες οργανώνεται το σύγχρονο καπιταλιστικό καθεστώς και πάνω από πόσα εθνικά προσδιορισμένα προλεταριακά πτώματα είναι διατεθειμένος να περάσει για να υπερασπίσει το αντιιμπεριαλιστικό κράτος της επιλογής του.

 

Σημειώσεις:

[1] Στα ελληνικά, το κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικά εδώ και σύμφωνα με τον συγγραφέα θα πρέπει να θεωρηθεί ως συνέχεια του κειμένου Αντίο ζωή, αντίο αγάπη… Ουκρανία, πόλεμος και αυτοοργάνωση που μπορεί να βρεθεί εδώ.

[2] Όπως προκύπτει, για παράδειγμα, από το κείμενο “Σταματήστε τον πόλεμο” της έκδοσης Κάτω από εθνοποιητικές σημαίες, σελ.89-90, διαθέσιμη στο 2008vs2012.noblogs.org.

[3] Αναρχικοί με στολή… σελ.21.

[4] Βλέπε, για παράδειγμα, την εκπομπή που πραγματοποίησε το αυτοοργανωμένο ραδιόφωνο μυτιλήνης 105 fm με μέλη της αναρχικής ομάδας RevDia, στα τέλη απρίλη 2022.

[5] Αναρχικοί με στολή… σελ.3-4.

[6] Στην ίδια κατεύθυνση βρίσκονται και διάφορες σκόρπιες και μη συλλογικά υποστηριζόμενες, προς το παρόν, απόψεις περί δήθεν αναγκαίας κατάταξης στον ελληνικό στρατό στην καθ’ όλα υποθετική περίπτωση τουρκικής εισβολής, οι οποίες, ωστόσο, έχουν ήδη αρχίσει να διαδίδονται στα κοινωνικά δίκτυα και όχι μόνο.

[7] Κάτω από εθνοποιητικές σημαίες, σελ.48.

[8] Ενώ παλιότερα οι λιποτάκτες υπόκεινταν σε διαδικασίες συνοπτικής απόδοσης δικαιοσύνης (βλέπε έκτακτα στρατοδικεία και επί τόπου εκτελέσεις), σήμερα, λόγω της μαζικότητας του φαινομένου και των συσχετισμών που έχουν αποκρυσταλλωθεί στο εσωτερικό του ουκρανικού κοινωνικού σχηματισμού, αυτός που εγκαταλείπει το πεδίο της μάχης χωρίς άδεια, δικαιούται δια νόμου να επιστρέψει εντός 72 ωρών χωρίς να υποστεί συνέπειες.

Posted in communisation, ιστορία, πόλεμος, στρατός, συγκυρία.

Tagged with , , .


Για τη συγκυρία των Τεμπών

 

Στις 17 Μαρτίου 2023, σε συνέντευξή του στον ραδιοσταθμό Κόκκινο, ο Δημήτρης Μαύρος, διευθύνων σύμβουλος της εταιρίας δημοσκοπήσεων MRB δήλωνε ότι:

Έκανα επίσης κάποιες μελέτες στο εξωτερικό, με ανθρώπους που συνεργάζομαι και στην Ελλάδα, όπου υπάρχουν μελέτες σε περίπου τετρακόσιες περιπτώσεις ατυχημάτων σαν αυτό το δικό μας [των Τεμπών], μεγάλα πράγματα δηλαδή, οι οποίες έδειξαν ότι η ιστορία του πένθους, του έντονου πένθους, κρατάει γύρω στις έξι βδομάδες. Εκεί θα φανεί αν έχουμε πετύχει ή δεν έχουμε πετύχει, αν έχουμε χειροτερέψει και τι έχουμε κάνει, σε σχέση με το τι έχει συμβεί στη χώρα.

Τη στιγμή που ολοκληρώνονται αυτές οι γραμμές, έξι μήνες μετά, έχει συμπληρωθεί το «κρίσιμο» χρονικό διάστημα των έξι εβδομάδων, με τη μεσολάβηση μάλιστα δυο εκλογικών αναμετρήσεων, και, όπως είναι αναμενόμενο, οι μηχανικοί του καθεστώτος κάνουν τους απολογισμούς τους. Θα επανεξετάσουν τα εμπειρικά τους μοντέλα προσθέτοντας ακόμα ένα παράδειγμα στα προηγούμενα τετρακόσια, χαράσσοντας ακόμα ακριβέστερες καμπύλες ποσοτικοποιημένων κοινωνικών αντιδράσεων. Από δω και πέρα, στις ακόμα πιο εξελιγμένες προσομοιώσεις τους, θα περιλαμβάνονται ενδείξεις πιθανών σφαλμάτων και παραλείψεων όσον αφορά τη λειτουργία του σιδηροδρομικού δικτύου, τεχνικών στην πλειονότητά τους, ασχέτως αν πρόκειται να επιδιορθωθούν ή όχι· οπωσδήποτε, μαζί με μαθηματικές επεξεργασίες, αόρατων στο γυμνό μάτι, μεγεθών όπως το «δημόσιο πένθος» και οι εκδηλώσεις του, εννοημένων ως παραμέτρων που πρέπει να συσχετιστούν ακριβώς με αυτά τα σφάλματα και τις παραλείψεις. Θα προβληθούν ως στατιστικές αποκλίσεις ενός μέσου όρου χωρίς ποτέ να πρέπει να αμφισβητηθεί ο ίδιος ο μέσος όρος, η καπιταλιστική κανονικότητα και το συνολικό κύκλωμα αναπαραγωγής της.

Με τον τρόπο αυτό, οι κινητοποιήσεις εκείνου του διαστήματος στερούνται την αυτοτέλειά τους ως προϊόντα ανταγωνιστικών κοινωνικών σχέσεων και μετασχηματίζονται σε εκφράσεις αυτών των αποκλίσεων, σε υποστυλώματα και φορείς «δημόσιου πένθους» και τίποτα περισσότερο. Από τη στιγμή, λοιπόν, που οι κοινωνικές σχέσεις και οι αντιφάσεις τους διατηρούν κάπου, σε κάποιο συρτάρι ή σε κάποιο αρχείο, το αντίγραφο ασφαλείας τους –εκεί όπου όλες μαζί και η καθεμία ξεχωριστά αναλύονται σε επιμέρους συνιστώσες και συντίθενται εκ νέου από αυτές για τις ανάγκες της κρατικής μηχανικής με συνημμένο τον τιμολογημένο κινδύνο που τους αντιστοιχεί– μπορούμε να πούμε ότι ολοκληρώνεται ο κύκλος της μετατροπής τους σε «φυσικά φαινόμενα» του αιώνιου καπιταλιστικού κόσμου. Με μικρή μεν, διαχειρίσιμη δε, πιθανότητα ύπαρξης.

Δεν υπάρχουν περιθώρια συνύπαρξης με αυτή την προσέγγιση, η οποία πολιτικοποιεί τη στατιστική, την κατ’ εξοχήν επιστήμη του κράτους, χωρίς να το λέει. Γι’ αυτό και, στην προσπάθειά μας να κατανοήσουμε τις κινηματικές εκδηλώσεις του προηγούμενου διαστήματος, δεν θα στηριχτούμε σε επιστημονικά άρθρα, όπως δεν το κάναμε ούτε κατά την κρατική διαχείριση της covid-19. Δεν έχουμε ανάγκη από ειδικούς για να τοποθετηθούμε πολιτικά ούτε η αυτοπαραγωγή του ανταγωνιστικού κινήματος εξαρτάται από τη γνώμη τους. Υπό άλλες συνθήκες, δεν θα ήταν απαραίτητο να υπενθυμίζουμε τα αυτονόητα, αλλά τα τελευταία τρία χρόνια φάνηκε ότι έχει ριζώσει βαθιά στις συνήθειες των λεγόμενων ανατρεπτικών κύκλων η απόδοση στους ειδικούς του στάτους του ισότιμου συνομιλητή, αν όχι του ιεραρχικά ανώτερου καθοδηγητή. Όταν, όμως, οι καμπύλες και τα διαγράμματα  αποκτούν τη λάμψη απαραίτητου αξεσουάρ όσων θεωρούν τους εαυτούς τους πολιτικά υπεύθυνους, η διαλεκτική μεταξύ διανοητικής και χειρωνακτικής εργασίας, σύμφυτης με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, καταργείται από τα πάνω μετατρεπόμενη σε γκροτέσκο θέαμα. Γιατί, όσο κι αν αφήνεις άλλους, τους ειδικούς κάθε είδους, να μιλήσουν αυτοί στη θέση σου, δεν μπορεί να κρυφτεί η μάταιη επιθυμία για την αποκατάσταση μιας νέας πολιτικής κανονικότητας, χωρίς ενδοκινηματικές αποκλίσεις και «επικίνδυνες τάξεις». Μια νεόκοπη συμμαχία κυρίων αναδύθηκε, η οποία εκτιμά ότι μπορεί να κρατήσει για τον εαυτό της τα κλειδιά των ορισμών, αλλά δεν θα βρει εδώ τον χώρο για να επιβεβαιωθεί περαιτέρω.

Από κει και πέρα, η χρονική απόσταση από τα γεγονότα πολλές φορές βοηθάει να κατανοήσουμε την κρίσιμη διαφορά ανάμεσα σε πραγματικά διακυβεύματα και απλά ενδεχόμενα, ιδεολογικές προβολές επί της πραγματικότητας και πρακτικές μετατοπίσεις. Οι κοινωνικές αντιφάσεις είναι αδύνατο να λειανθούν και να γίνουν ίσιωμα και έχουν πολλούς τρόπους να το θυμίζουν αυτό. Αν θέλουμε να σκύψουμε από πάνω τους, πρέπει πρώτα να τις αποφυσικοποιήσουμε υπονομεύοντας την ίδια τη μηχανική αντίληψη, τον καπιταλιστικό ορθολογισμό, που παράγει αυτή τη φυσικοποίηση με την εγγύηση του κράτους. Μια τέτοιου είδους υπονόμευση είναι συνώνυμη της ιστορικοποίησης των κοινωνικών αντιφάσεων και ελάχιστη προϋπόθεση του ενδεχομένου οι ταραχές να ξεπεράσουν τον χαρακτήρα του προβλέψιμου κινδύνου-εντός-του-στατιστικού-σφάλματος και να προκαλέσουν ρήξεις.

Η ομώνυμη μπροσούρα μπορεί να βρεθεί εδώ.

 

*Άρθρο που δημοσιεύτηκε στο 2008-2012.com στις 11.9.2023

Posted in ιστορία, πόλεμος, συγκυρία.

Tagged with , , , .


Ακαταστασία σε εξέλιξη

 

 

 

 

 

English translation below

Το κείμενο του συντρόφου François Danel (FD) που δημοσιεύουμε παρακάτω έχει ιδιαίτερη σημασία για μας, γιατί αποτελεί μια από τις λίγες απόπειρες κατανόησης του σημερινού πλαισίου, που διαμορφώθηκε τα τελευταία τριάμιση χρόνια, η οποία θέτει τη βιοπολιτική του κεφαλαίου στο επίκεντρο της συζήτησης χωρίς να αποφεύγει να επισημαίνει τα σχετικά όρια της κριτικής της πολιτικής οικονομίας· αλλά και τη μόνη απόπειρα με αναφορά στη θεωρία της κομμουνιστικοποίησης, η οποία, θεωρώντας τη διαχείριση της υγείας ως αναπόσπαστο μέρος της διαχείρισης της κρίσης ενός κύκλου εκμετάλλευσης του παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου που φτάνει στο τέλος του, διαβάζει με κριτική ματιά τους σημαντικούς αγώνες της προηγούμενης περιόδου.

Αφήνουμε στην ελληνίδα αναγνώστρια να κρίνει αν η κριτική ενσωμάτωση των φουκωικών εννοιών από τον συγγραφέα είναι παραγωγική. Όσον αφορά εμάς, θα θέλαμε να επισημάνουμε ότι το περιοδικό Blaumachen, ίσως η σημαντικότερη ελληνική επιρροή μας, δεν έχει αποφύγει στο παρελθόν συσχετισμούς με το έργο του Φουκώ, έστω και περιορισμένους. Η προσπάθεια του FD, η οποία ξεκίνησε ήδη από την άνοιξη του 2020 με παρεμβάσεις στην ιστοσελίδα dndf.org, είναι επομένως όχι μόνο ευπρόσδεκτη αλλά και αναγκαία υπό τις παρούσες συνθήκες. Από την πλευρά μας, όχι μόνο υποστηρίζουμε την κριτική που ασκεί στους συντρόφους που βρίσκονται λιγότερο ή περισσότερο κοντά, αλλά θεωρούμε το κείμενό του ως το πρώτο βήμα στο κατώφλι που πρέπει να διαβούμε, αν θέλουμε να κατανοήσουμε την περίοδο που ανοίγεται μπροστά μας.

Το κείμενο του FD μπορεί να βρεθεί εδώ.

 

The text by comrade François Danel (FD) that we publish below is of particular importance for us, because it is one of the few attempts to understand the current context, which has been shaped over the last three and a half years, which puts the biopolitics of capital at the centre of the debate without avoiding to point out the relative limits of the critique of political economy; but also the only attempt with reference to the theory of communisation, which, considering the management of health as an integral part of the management of the crisis of a cycle of exploitation of globalised capital that is coming to an end, reads with a critical eye the important struggles of the previous period.

We leave it to the Greek reader to judge whether the author’s critical incorporation of Foucauldian concepts is productive. As far as we are concerned, we would like to point out that Blaumachen magazine, perhaps our most important Greek influence, has not avoided associations with Foucault’s work in the past, however limited. FD’s effort, which started already in spring 2020 with interventions on the website dndf.org, is therefore not only welcome but also necessary under the present circumstances. For our part, we not only support his criticism of the comrades who are more or less close, but we consider his text as the first step on the threshold that we must cross if we want to understand the period that opens before us.

The FD’s text can be found here.

 

*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο 2008-2012.com στις 6.9.2023

Posted in communisation, ιστορία, συγκυρία.

Tagged with , , .


Ο (μη) τυχαίος θάνατος ενός Ρομ

Το κείμενο σε μορφή pdf

Κανένας θάνατος δεν είναι τυχαίος, πόσο μάλλον όταν προέρχεται από το όπλο ενός μπάτσου. Εδώ και δυο εβδομάδες γίνεται μια συστηματική προσπάθεια από όλους τους φορείς της καθεστωτικής προπαγάνδας να παρουσιαστεί ως σύμπτωση η ταυτόχρονη παρουσία του Κώστα Φραγκούλη και των δολοφόνων του στη συγκεκριμένη διασταύρωση, 500 μέτρα από τον καταυλισμό της Αγίας Σοφίας, στην ευρύτερη περιοχή Δενδροποτάμου της Θεσσαλονίκης. Όμως, δεν ήταν: οι Ρομά, οι γειτονιές και οι καταυλισμοί τους, η καθημερινότητα τους, είναι σταθερά στο στόχαστρο της κρατικής πολιτικής, και μάλιστα με εντεινόμενο τρόπο τα τελευταία χρόνια. Οι μπάτσοι ήταν εκεί με την πρόθεση και την εντολή να «εμπλακούν» σε κάποιο περιστατικό, «γιατί η επιτήρηση απέναντί τους πρέπει να είναι αυξημένη»[1].

Για να γίνει κατανοητή η τρέχουσα κρατική πολιτική, χρειάζεται να γυρίσουμε λίγο πίσω στο χρόνο: αρχικά, στο 1997, όταν η Θεσσαλονίκη γιόρταζε ως η Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης. Τότε, ο αρχικός πυρήνας αυτής της κοινότητας Ρομά περιφερόταν σε δύσκολη κατάσταση επί μέρες σε μια περίμετρο γύρω από την πόλη, καθώς τους είχε απαγορευτεί η πρόσβαση στο κέντρο της. Το καραβάνι αυτών των ανθρώπων αντιμετωπίστηκε με όρους αποκλεισμού, σπρώχτηκε για χρόνια σε βαλτώδεις περιοχές (κυρίως στον Γαλλικό ποταμό) και ξέφωτα, εκτεθειμένο στις καιρικές συνθήκες, προτού φτιαχτεί ο συγκεκριμένος αυτός οικισμός πριν από είκοσι δύο χρόνια· λύση, υποτίθεται, οριστική.

Άνθρωποι που έχουν ζήσει από κοντά τους Ρομά δίνουν μια τόσο συνοπτική όσο και ακριβή περιγραφή αυτού που θα μπορούσε να αποκαλεστεί «η μεγάλη εικόνα»[2]:

Οι μεγάλες αλλαγές [στις συνθήκες ζωής των Ρομά] ξεκινούν το 1980 και κορυφώνονται το 2000. Ο Έλληνας ζει το δικό του Αμερικάνικο όνειρο – το όνειρο της μεταπολίτευσης αποτινάσσοντας τα «επαρχιακά του πρότυπα» για  να αναρριχηθεί στην μεσοαστική τάξη. Οι αγράμματοι γονείς αρχίζουν να κατανοούν την αξία της εκπαίδευσης, θέλουν μια άλλη ζωή για τα παιδιά τους, τα στέλνουν σχολείο. Οι σπουδές γίνονται προτεραιότητα με αποτέλεσμα να μεγαλώσει η ηλικία σύναψης οικογένειας και να αλλάξουν πολλά στις σχέσεις των δύο φύλων. 

Σε αυτή την χρονική συγκυρία, οι Ρομά δεν συμπεριελήφθησαν στο big dream των υπόλοιπων Ελλήνων. Δεν το θέλησαν και οι ίδιοι καθώς προτίμησαν να συνεχίσουν την δική τους καθημερινότητα, το γυρολογικό εμπόριο τις  λαϊκές αγορές και τα πανηγύρια που τους απέφεραν πολύ καλά χρήματα. 


Μετά το 2000 και τις ραγδαίες αλλαγές στην τεχνολογία, με την έλευση του ευρώ και την οικονομική κρίση οι Ρομά δυσκολεύτηκαν να προσαρμοστούν στην νέα πραγματικότητα που για άλλη μια φορά διαμορφώθηκε εν αγνοία τους. Τα πανηγύρια συρρικνώθηκαν, οι άδειες λαϊκών αγορών βγαίνουν πολύ δύσκολα, ο κόσμος δεν αγοράζει από τον γυρολόγο γιατί έχει πλέον πολλές διαφορετικές επιλογές. 


Κάποιοι  τσιγγάνοι σταδιακά οργανώθηκαν γύρω από  ομάδες για να εξυπηρετήσουν την διακίνηση ναρκωτικών, αφορολόγητων τσιγάρων και κάθε είδους παραβατικής δραστηριότητας. Όντας αναλφάβητοι, χωρίς ειδίκευση, χωρίς προοπτική επαγγελματικής αποκατάστασης πείθονταν να ασχοληθούν με την οικεία σε αυτούς εμπορία, αλλά την παράνομη, κάτι που είδαν πως τους επέφερε χρήματα εύκολα και γρήγορα. 


Η πανδημία στην συνέχεια και η ενεργειακή κρίση έριξε τις κοινότητες Ρομά ακόμα πιο βαθιά στη γκετοποίηση, την παραβατικότητα, τη ματαίωση και την ακραία φτώχεια. Οι άλλοτε συμπαθείς μουσικοί, κλαρινιτζίδες, καλαθοπλέκτες, καρπουζάδες, καρεκλάδες και έμποροι, έγιναν στα μάτια της κοινωνίας κλέφτες, κοινωνικά απόβλητοι, βρώμικοι απρόθυμοι να ενταχθούν. Ποιος αλήθεια προτιμά να μην ενταχθεί και να ζει χωρίς εργασία, στην λάσπη, χωρίς ρεύμα, νερό και στέγη;

Αν είναι κάτι που θα προσπαθήσει να κάνει το κείμενο που ακολουθεί, αυτό είναι να περιγράψει τη συνθήκη ζωής των Ρομά ως μια κινούμενη αντίφαση, τοποθετώντας τη, κατά το δυνατόν, εντός της σημερινής συγκυρίας.

Η ιστορία έχει σημασία

Όταν, το 1922[3], οι Έλληνες εγκατέλειψαν τη Μικρά Ασία, κάποιοι Ρομά, κυρίως χριστιανοί αλλά όχι μόνο, αποφάσισαν να τους ακολουθήσουν στην Ελλάδα, κυρίως λόγω θρησκείας . Όταν όμως ήρθαν εδώ, παρά το ότι υπήρχαν ήδη εγκατεστημένοι τσιγγάνοι από την εποχή του Βυζαντίου, το ελληνικό κράτος δεν τους χορήγησε υπηκοότητες, κρατώντας τους συνειδητά εκτός των ρυθμίσεων για τους προσφυγικούς πληθυσμούς, οι οποίοι αποτέλεσαν κεντρική στρατηγική του ελληνικού κράτους μετά την ήττα στον πόλεμο της Μικράς Ασίας. Με άλλα λόγια, οι Ρομά αφέθηκαν, δημιουργήθηκαν να αποτελούν έναν μετακινούμενο πληθυσμό «χωρίς χαρτιά»[4].

Στη συνέχεια, με βάση έναν νόμο του 1968[5] – που όριζε ότι, έστω και αναδρομικά, όσοι γεννιούνται στην Ελλάδα αποκτούν την ελληνική ιθαγένεια – οι Ρομά μπορούσαν να γίνουν Έλληνες πολίτες, Πριν την ψήφιση του νόμου αυτού οι Ρομά είχαν ως μοναδικό επίσημο έγγραφο την κάρτα αλλοδαπού την οποία έπρεπε να ανανεώνουν κάθε δύο χρόνια στα αστυνομικά τμήματα. Οι ομοιότητες με τη σύγχρονη διαχείριση των μεταναστών εργατών δεν είναι τυχαίες. Η διαχείριση των Ρομά αποτελεί πρόδρομο της μετέπειτα διαχείρισης του προλεταριάτου με δυο μέτρα και δυο σταθμά.

Σε αυτά τα δελτία ταυτότητας αναγράφονταν ως καταγωγή η τσιγγάνικη και ως υπηκοότητα η ανιθαγένεια. Και μετά την ψήφιση του νόμου του 1968, όμως, οι τσιγγάνοι έδειξαν απρόθυμοι να πολιτογραφηθούν Έλληνες, καθώς θεωρούσαν ότι ο νόμος δεν τους έδινε εμφανή δικαιώματα και δεν τους απάλλασσε από υποχρεώσεις, όπως η στράτευση για τους άντρες. Είχε αρχίσει, ωστόσο, να τίθεται πιο επιτακτικά το θέμα της ιθαγένειας των τσιγγάνων, καθώς το ελληνικό κράτος έπρεπε μετά το τέλος της στρατιωτικής δικτατορίας να επανιδρυθεί σε ενιαία, και όχι πλέον διαιρεμένη λόγω εμφυλίου, εθνική βάση. Έτσι με έναν νόμο του 1979, πέντε χρόνια μετά το τέλος της χούντας, «περί εγγραφής αθιγγάνων» υποχρεώθηκαν όλοι οι Ρομά να γραφτούν στα δημοτολόγια και να πάρουν ελληνικές ταυτότητες. Έπρεπε αναγκαστικά να θεωρηθούν έλληνες αυτοί οι οποίοι για δεκαετίες είχαν υποστεί ρατσιστική αντιμετώπιση διαχωριζόμενοι ως διαφορετικός πληθυσμός, Μια ενδογενής αντίφαση.

Εκείνη την περίοδο δεν είχε ακόμα αναπτυχθεί από το ελληνικό κράτος μια κρατική πολιτική που να χωρίζει το προλεταριάτο σε διαβαθμισμένες κατηγορίες, σε πολίτες δυο ταχυτήτων. Αυτή η στρατηγική θα βρει ευρεία εφαρμογή μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου και τη μαζική είσοδο εκατοντάδων χιλιάδων προλετάριων από το ανατολικό μπλοκ που ήρθαν στην Ελλάδα να εργαστούν ως οικονομικοί μετανάστες. Αυτή την εσωτερική αντίφαση στη διαχείριση μιας μη ενσωματωμένης εθνοτικής ομάδας, των Ρομά που ζουν στην Ελλάδα και διαθέτουν μπλε ταυτότητες, έρχεται σήμερα να ανατρέψει σταδιακά το ελληνικό κράτος: καθώς η υποτίμηση η προλεταριάτου πρέπει να βαθύνει κι άλλο, είναι η ζωή ενός κομματιού «ελλήνων πολιτών» που πρέπει να κατέλθει αρκετές θέσεις στην κλίμακα της αξίας, κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Η ελληνική εκδοχή του γκέτο

Ο Δενδροπόταμος είναι χείμαρρος της Θεσσαλονίκης που έδωσε το όνομά του στην ευρύτερη περιοχή και αποτελεί το ανατολικό όριό της. Οι πρώτοι κάτοικοι της περιοχής ήρθαν από την Τουρκία μετά το 1922 συναντώντας κάποιους τσιγγάνους που ήδη ζούσαν εκεί. Μετά την περίοδο της γερμανικής κατοχής, οι πρόγονοι των σημερινών Ρομά του Δενδροποτάμου αγόρασαν κτήματα από κληρούχους ενός διπλανού δήμου, ο οποίος είχε ιδρυθεί και αυτός το 1922 από 160 περίπου οικογένειες προσφύγων από τη Μικρά Ασία. Η περιοχή τότε ήταν άδεια. Οι Ρομά βρήκαν ελεύθερα και φτηνά οικόπεδα και τα αγόρασαν. Τον αρχικό πυρήνα του συνοικισμού των Ρομά αποτελούσαν τριάντα περίπου οικογένειες συγγενικές μεταξύ τους. Έχτισαν παράγκες με καλαμωτές και λάσπη και σταδιακά έφτιαχναν δωμάτια με τούβλα. Έτσι μεγάλωναν τα σπίτια και ο οικισμός[6].

Ο βαθμός ένταξής των Ρομά στον καπιταλιστικό κοινωνικό σχηματισμό διαφέρει. Ένα τμήμα του πληθυσμού τους κατάφερε να ενταχθεί στο αστικό περιβάλλον, κυρίως στα δυτικά προάστια της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Όμως ένα σημαντικό κομμάτι εξακολουθεί να ζει σε οικισμούς ή προσωρινούς καταυλισμούς που βρίσκονται στα όρια του αστικού ιστού. Πρόκειται για υποβαθμισμένες περιοχές με μεγάλα ποσοστά ανεργίας, φτώχειας και αναλφαβητισμού. Κατά συνέπεια, ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού τους είναι εντελώς περιθωριοποιημένο, ζει σε συνθήκες κοινωνικού αποκλεισμού και δεν έχει πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες.

Στην Ελλάδα, δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία για τον ακριβή αριθμό τους. Επίσημες εκτιμήσεις τούς υπολογίζουν μεταξύ 150.000-200.000 ενώ ερευνητές τούς υπολογίζουν σε τουλάχιστον 250.000. Οργανώσεις Ρομά αναφέρουν αριθμούς άνω των 400.000, ποσοστό που προσεγγίζει το 4% του συνολικού πληθυσμού. Ουσιαστικά πρόκειται για έναν πληθυσμό που παραμένει «αόρατος» στις επίσημες στατιστικές πληθυσμού. Αυτή η στρατηγική αορατοποίησης, όχι μόνο της ύπαρξης συγκεκριμένων ομάδων του πληθυσμού, αλλά ευρύτερα η εξαφάνιση πάρα πολλών στοιχείων της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτική ζωής από τα επίσημα στατιστικά στοιχεία – θεμελιώδης ο όρος ύπαρξης του ελληνικού κράτους από τη στιγμή της ίδρυσής του, αυτό που πολύ αργότερα θα γίνει γνωστό ως «greek statistics» – πια έρχεται τα τελευταία χρόνια να αναστραφεί: στην Ελλάδα καταγράφονται πλέον ακόμα και τα κατοικίδια ζώα. δεν γνωρίζουμε αν πότε θα πραγματοποιηθεί ο στόχος, που είχε εκφραστεί από το στόμα του ίδιου του πρωθυπουργού, η Ελλάδα να ακολουθήσει το πρότυπο της Εσθονίας. αυτό όμως που γνωρίζουμε είναι ότι αυτή η επιχείρηση καταγραφής περνάει παραδειγματικά πάνω από τις κοινότητες των Ρομά: η επίσημη καταγραφή μιας κοινότητας Ρομά που διαμένει εδώ και δεκαετίες σε ένα μεγάλο οικόπεδο στα κεντρικά-βόρειο προάστιο της Αθήνας, καταγράφηκε για πρώτη φορά πριν από μερικά χρόνια από την αριστερή-ΣΥΡΙΖΑ δημοτική παράταξη που το διοικεί. Κάτι που επιχειρείται και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας αυτή την περίοδο, άμεσα συνδεδεμένο με την τρέχουσα επανίδρυση του ελληνικού κράτους, υπό συνθήκες διαχείρισης covid-19 αυτή τη φορά.

Προηγούμενες έρευνες έχουν καταδείξει την υπερεκπροσώπηση των Ρομά στις ελληνικές φυλακές[7]: για παράδειγμα, στις φυλακές Κορυδαλλού της Αθήνας, το 29,7% των ημεδαπών κρατουμένων προερχόταν από μια μειονότητα που δεν υπερβαίνει το 3-4% του γενικού πληθυσμού, ενώ το ποσοστό αυτό αυξάνεται αν λάβουμε υπόψη και τους αλλοδαπούς Ρομά. Γενικότερα μιλώντας, η πλειονότητά αυτών των κρατουμένων κατοικούσε σε υποβαθμισμένες συνοικίες, στις παρυφές της πόλης, και σε γειτονιές όπου αποτελούν την πλειοψηφία ή πολυπληθή μειοψηφία (Ζεφύρι, Αχαρνές, Άνω Λιόσια). Γενικότερα μιλώντας, έξω από τον αστικό ιστό της Αθήνας, υπάρχουν αρκετοί αυτοσχέδιοι καταυλισμοί. Ουσιαστικά πρόκειται για παραπήγματα χωρίς τρεχούμενο νερό και αποχέτευση, μικρά σπίτια ενός-δύο δωματίων από τσιμεντόλιθο και αρκετά λυόμενα στα Άνω Λιόσια, στον Ασπρόπυργο, την Μάνδρα και τα Μέγαρα. Αν προσθέσουμε και τους καταυλισμούς στη Θήβα και την Κορίνθο, τότε σχηματίζεται ένα νοητό τόξο που εκτείνεται από τη Θήβα ως την Κόρινθο και από το οποίο προερχόταν ένα σημαντικό τμήμα των Ελλήνων Ρομά κρατουμένων. Σε αυτή τη ζώνη, διακρίνεται ξεκάθαρα ο εδαφικός διαχωρισμός του φτωχότερου τμήματος των Ρομά από το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον. Οι καταυλισμοί αλλά και ορισμένες γειτονιές στα Άνω Λιόσια, το Ζεφύρι και το Μενίδι κατοικούνται αποκλειστικά από Ρομά, ενώ από τον υπόλοιπο πληθυσμό θεωρούνται ως μη προσβάσιμες περιοχές. Αυτό το στοιχείο είναι βασικό για τη δημιουργία και αναπαραγωγή, σε μεγάλο βαθμό, συνθηκών «γκέτο».

Η σχέση μεταξύ της φυλακής και των κοινοτήτων των Ρομά είναι στενή. Είναι ίσως κοινοτοπία να χαρακτηρίζουμε ένα κοινωνικό φαινόμενο ως πολυδιάστατο, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση η διαδικασία στιγματισμού και περιθωριοποίησης δεν είναι συνηθισμένη. Η σύνδεση γκέτο-φυλακής, τα ιδιαίτερα πολιτισμικά χαρακτηριστικά της ομάδας και η σημασία των συγγενικών και φυλετικών δεσμών κάνουν τη διαφορά, οι Ρομά αποδέχονται και εντάσσουν την εγκληματική δραστηριότητα στο εσωτερικό τους ως κοινότητα. Ουσιαστικά, σχηματίζεται ένας αυτοτροφοδοτούμενος κύκλος απόρριψης που ορίζει στάσεις, συμπεριφορές και κώδικες αξιών. Επιπλέον, ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα των ομάδων που σχηματίζουν οι Ρομά κρατούμενοι είναι ότι πολλά άτομα έχουν συγγενικούς δεσμούς μεταξύ τους (πολύ συχνά συναντάμε και μέλη της ίδιας οικογένειας) και πολλοί γνωρίζονταν μεταξύ τους πριν από τη φυλάκιση τους, αφού προέρχονται από τις ίδιες περιοχές. Μπορούμε να δούμε αυτές τις ομάδες σαν δίκτυα αλληλεγγύης που προϋπάρχουν και προσαρμόζουν τη λειτουργία τους στον χώρο της φυλακής. Όμως η φύση αυτής της σχέσης είναι αμφίδρομη και οι συνέπειες της φυλάκισης στις ομάδες των Ρομά προεκτείνονται έξω από τη φυλακή, στις κοινότητές τους, και αγγίζουν ακόμα και ζητήματα «ταυτότητας».

Το παρόν του παρελθόντος

Για να επιτύχει η σύγχρονη αποστολή της αστυνομίας, διατίθεται μια πληθώρα κατασταλτικών μέσων που φτάνουν μέχρι τις πάνοπλες ειδικές δυνάμεις, οι οποίες εισέβαλαν σε δεκάδες σπίτια των Ρομά σε Μενίδι, Ζεφύρι, Ασπρόπυργο και αλλού προκειμένου να τους κλείσουν το στόμα και να μην ξανακατέβουν στον δρόμο αντιδρώντας για τον θάνατο κάποιου με τον οποίο αισθάνονταν ότι βρίσκονταν στην ίδια θέση: του 16χρονου Ρομά Κώστα Φραγκούλη. Το εύρος και το βάθος, ωστόσο, της κατασταλτικής στρατηγικής των μπάτσων απαιτεί και προϋποθέτει τη συνεργασία με τα κάθε είδους μικρά και μεγάλα αφεντικά, των κάθε λογής μικρών και μεγάλων βενζινάδικων. Αφεντικά που είναι πρόθυμα όχι μόνο να τους παρέχουν δωρεάν καύσιμα, τροφή και ψυχαγωγία ενόσω αυτοί περιπολούν, αλλά αποτελούν και το αναγκαίο κοινωνικό στήριγμα για τη διαρκή υποτίμηση των Ρομά. Είναι οι ίδιοι που για ένα κλεμμένο εικοσάευρο σε βενζίνη έδωσαν το πράσινο φως για την καταδίωξη και τη δολοφονία. Πιστεύοντας, εννοείται, ότι δεν θα υπάρχουν συνέπειες.

Όσο για τους άλλους, τους ρατσιστές απολογητές που συνεχίζουν μέχρι σήμερα να δικαιολογούν τον δολοφόνο, τόσο σε προσωπικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο του ρόλου που επιτελεί κοινωνικά – δήθεν ότι ήταν αμυνόμενος, δήθεν ότι «υπήρχε κίνδυνος εμβολισμού των οχημάτων» -βλέπουν καθαρά μπροστά τους είκοσι μήνες μετά έναν νέο Νίκο Σαμπάνη που του αξίζει, και σε αυτόν, ένας βέβαιος θάνατος. Κι ας μην είναι οι μπάτσοι εφτά και οι σφαίρες τριάντα αυτή τη φορά. Άλλωστε, δεν χρειάστηκε να ριχτεί καμιά σφαίρα για να δολοφονηθεί πρόσφατα από ξυλοδαρμό ένας Ρομά στο Μενίδι ούτε για τον σοβαρό τραυματισμό ενός νεαρού Ρομά στον Βόλο μετά από πρόσκρουση του αυτοκινήτου του σε τοίχο έπειτα από καταδίωξη. Δεν είναι τυχαίο ότι και στις δυο αυτές περιπτώσεις οι άμεσα εμπλεκόμενοι είναι μπάτσοι.

Για αυτό το παραγωγικό τους έργο είναι που οι μπάτσοι θα εισπράξουν φέτος έκτακτο επίδομα 600 € για τα Χριστούγεννα, όπως ανακοίνωσε ο ίδιος ο πρωθυπουργός μια μέρα μετά τη δολοφονία στη Θεσσαλονίκη. Γιατί τη δουλειά τους, την εφαρμοσμένη θανατοπολιτική, την ιεράρχηση της ζωής των πληβείων σε μια κλίμακα αξίας και θανάτου, δεν μπορεί να την κάνει ο καθένας. Μακριά από τα να είναι «παιδιά των εργατών», για παράδειγμα, η ανεκτίμητη συμβολή τους στην υποτίμηση των μεταναστών εδώ και 30 χρόνια τους έχει μετατρέψει σε πολιτικό εργαλείο ακριβείας κάθε φορά που μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα πρέπει να καταδειχθεί ως «κίνδυνος», και άρα επιδεκτική άσκησης βίας επάνω της. Και ακόμα καλύτερα αν αυτός ο «κίνδυνος» είναι διαρκής, ώστε να μπορεί να ενταχθεί κατά βούληση σε μια διαρκή πολιτική καθημερινότητα έκτακτης ανάγκης.

Το γεγονός ότι πολύ γρήγορα, μέσα σε ελάχιστες μέρες ή και ώρες μετά τη δολοφονία του Κώστα Φραγκούλη, διάφοροι πολιτικοί συνεργάτες της αστυνομίας άρχισαν να αναφέρονται σε «προβλήματα ενσωμάτωσης των Ρομά εδώ και 30 χρόνια» εκφράζει πάνω από όλα την προσπάθεια να κατασκευαστεί μια «διαφορά» και να παρουσιαστεί ως φυσική και αναπόφευκτη: εμείς τους προσφέρουμε τη δυνατότητα ενσωμάτωσης, αυτοί είναι που την αρνούνται, άρα είναι αναπόφευκτο να υπάρχουν «τριβές» και «ατυχήματα»… Η θεσμοθέτηση του ατομικού φακέλου υγείας του ασθενή και η σύνδεσή του με το αν έχει κάνει κάποια εμβόλια ή όχι (που πρωτοτέθηκε σε εφαρμογή από το υπουργείο υγείας του Συριζα το 2018), η σκλήρυνση της επιδοματικής πολιτικής απέναντί τους από το καλοκαίρι του 2021 που συνδέει την καταβολή τους με το να πηγαίνουν τα παιδιά στο σχολείο και την εύρυθμη λειτουργία της οικογένειας, ο επιλεκτικός αποκλεισμός των καταυλισμών κατά τη διάρκεια της πρόσφατης διαχείρισης της covid-19, το ανελέητο κυνήγι των «παλιατζήδων» [πρόκειται για πλανόδιους πωλητές με οχήματα που συλλέγουν παλιά μεταλλικά αντικείμενα, τα οποία στη συνέχεια μεταπωλούν ως σκραπ], οι αλλεπάλληλες δολοφονίες, όλα αυτά αποκρύπτονται βολικά για να μπορούν να συνεχιστούν απρόσκοπτα ως κομμάτι μιας ευρύτερης στρατηγικής υποτίμησης της ζωής των προλετάριων. Και στα σώματα των Ρομά τέμνονται οι σύγχρονες στρατηγικές της εξουσίας.

Το προλεταριάτο είναι μειονότητα;

 «Δεν είναι πάντα καλό να ξέρει ο άλλος ότι δεν είμαστε επικίνδυνοι. το να μη ξέρει ακριβώς για εμάς, μας κάνει καλό. Έτσι δεν μπορούν εύκολα να μας πειράξουν και μας σέβονται, γιατί μας φοβούνται»[8].

Μπορούν τα κινήματα να εκφράσουν ή/και να παράξουν διαφορές (ή «διαφορές», αν προτιμάτε); «Δεν ήταν η βενζίνη, δεν ήταν τα λεφτά, τον πυροβόλησαν γιατί ήτανε Ρομά»: Αυτό ήταν ένα από τα κεντρικά συνθήματα που κυριάρχησαν στις διαδηλώσεις των τελευταίων ημερών ενάντια στη δολοφονία του Κώστα Φραγκούλη. Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Ο Κώστας Φραγκούλης δολοφονήθηκε «μόνο», ή κυρίως, επειδή ήταν Ρομά; Είναι οι Ρομά «μόνο» μια εθνοτική ομάδα που δεν ξέρει να γράφει σωστά τη λέξη δικαιοσύνη[9]; Όπως στην περίπτωση της δολοφονίας ενός queer ατόμου από τους ιδιοκτήτες ενός κοσμηματοπωλείου κατά την απόπειρα κλοπής στο κέντρο της Αθήνας πριν από μερικά χρόνια, έτσι και τώρα, οι σύγχρονες δυνάμεις της αριστεράς επιδιώκουν να χτίσουν την ανταγωνιστική τους πολιτική στη βάση μιας ταυτότητας, στη βάση μιας μειονοτικής αντίληψης για το προλεταριάτο, το οποίο, σύμφωνα με την αντίληψή τους, δεν πρέπει να έχει καμία σύνδεση με την ικανοποίηση υλικών αναγκών. Την «οικονομία», αν προτιμάτε. Αν αύτη η τακτική συνεχιζόμενης αποσύνδεσης «αριστεράς» και «τάξης» ήταν καθόλα επιτυχημένη στην πρώτη περίπτωση, αποτελεί διακύβευμα στη δεύτερη. Μένει να φανεί η τελική μορφή της δυναμική αυτής της αντίφασης, η οποία είναι άρρηκτα συνυφασμένη με τις ταραχές των προηγούμενων ημερών.

Θέλει πράγματι θάρρος να πυροβολείς τον αρχηγό μιας ειδικής ομάδας της αστυνομίας στο πρόσωπο με κυνηγετικό όπλο. Ωστόσο, το πραγματικό φόντο των ταραχών είναι η ίδια η μορφή τους, που αντανακλά σε μεγάλο βαθμό τακτικές προηγούμενων κινημάτων, γνωστών στη Γαλλία: αποκλεισμοί δρόμων, φωτιές, πυρπολήσεις οχημάτων (αν και σε περιορισμένο βαθμό), επιθέσεις σε αστυνομικά τμήματα, σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας κοντά στους καταυλισμούς. Οι Ρομά φαίνεται να επικοινωνούν με κινηματικές πρακτικές εντός και εκτός των ελληνικών συνόρων, και αυτό συμβαίνει για πρώτη φορά.

* το κείμενο αυτό δεν θα μπορούσε να γραφτεί χωρίς το έναυσμα από συζητήσεις με άλλους συντρόφους και συντρόφισσες, ειδικά στο εσωτερικό της ομάδας αυτομόρφωσης για τη μεταπολίτευση α/74

 

Σημειώσεις:

[1] Πολλά από όσα ακολουθούν προέρχονται από την προκήρυξη με τίτλο “πράξεις θανάτου” πού μπορεί να βρεθεί εδώ: https://thersitis.espiv.net/index.php/2016-01-04-22-01-47/2016-01-04-22-05-16/1981-2022-12-16-14-50-07.

[2] https://parallaximag.gr/parallax-view/apo-tin-synyparxi-ston-antitsigganismo.

[3] Τα στοιχεία που ακολουθούν προέρχονται από το σημαντικό βιβλίο του Γιώργου Τσιτιρίδη Οι τσιγγάνοι της Θεσσαλονίκης, εκδοσεις Μέθεξις, Θεσσαλονίκη, 2020.

[4] Ο πρώτος και μοναδικός νόμος της εποχής που αφορούσε τους Ρομά ήταν ένας νόμος του 1929 με τον εύγλωττο τίτλο «Περί της εγκαταστάσεως και κινήσεως αλλοδαπών εν Ελλάδι αστυνομικού ελέγχου διαβατηρίων απελάσεων και εκτοπίσεων».

[5] Ο νόμος αυτός εντάχθηκε στις διατάξεις του βασικού νόμου του 1955, ο οποίος ρύθμισε το καθεστώς της ελληνικής ιθαγένειας. Θυμίζουμε εδώ ό τι, σύμφωνα με την εμφυλιοπολεμική νομοθεσία της περιόδου 1945-1949, οι κομμουνιστές δεν θεωρούνταν έλληνες, τους είχε αφαιρεθεί η ελληνική ιθαγένεια. Με αυτό τον τρόπο τέθηκαν οι βάσεις για τη μετέπειτα ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού στη βάση της διαστρωμάτωσης του προλεταριακού πληθυσμού σε δυο βασικές κατηγορίες, εκ των οποίων η μία είχε λιγότερα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα ως «αριστεροί».

[6] Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, μετά την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ και τις διάφορες γεωπολιτικές ανακατατάξεις, εγκαταστάθηκαν στην περιοχή Ρομά, κυρίως από τα Βαλκάνια. Κάποιοι μάλιστα, όπως οι Ρομά του Κοσόβου, έπεσαν θύματα μαζικών εκτελέσεων από τους Αλβανούς, καθώς θεωρήθηκαν ότι ήταν φιλικά προσκείμενοι προς τους Σέρβους. Ακόμα και σήμερα πολλοί «εισαγόμενοι» Ρομά, ιδιαίτερα από την Βουλγαρία, ζουν στην Θεσσαλονίκη αναζητώντας μια καλύτερη τύχη.

[7] https://theartofcrime.gr/%CE%B7-%CE%B1%CF%8C%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%B7-%CF%85%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%B5%CE%BA%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%83%CF%8E%CF%80%CE%B7%CF%83%CE%B7-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CF%81%CE%BF%CE%BC%CE%AC-%CF%83/.

[8] Απόσπασμα από συνέντευξη νεαρού Ρομά του Δενδροποτάμου, η οποία εμπεριέχεται στο ίδιο βιβλίο.

[9] Σε πολλά πανό εμφανίστηκε η λέξη «δηκεοσίνη», η οποία αποτελεί σκόπιμη ανορθογραφία της λέξης «δικαιοσύνη.»

 

* Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο 2008-2012.com στις 20.12.2022

Posted in συγκυρία.

Tagged with , , , , .


Διακρίνοντας (εθνικά) υποκείμενα

English translation below

Η συλλογή κειμένων Κάτω από εθνοποιητικές σημαίες… κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 2014 ειδικά για τις ανάγκες των εκδηλώσεων με θέμα την ουκρανική κρίση, τις αντιφάσεις και τα όρια των αγώνων που επρόκειτο να πραγματοποιηθούν σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Γιάννενα με την παρουσία συντρόφων και συντροφισσών από τη ρωσία και την ουκρανία. Παρουσιάζεται σήμερα εδώ σελιδοποιημένη εκ νέου και διορθωμένη συντακτικά και ορθογραφικά, ενώ έχει προστεθεί είναι ένα κείμενο άποψης (+380), γραμμένο από εμάς, το οποίο βρισκόταν το τραπεζάκι με το υλικό των εκδηλώσεων και εκ παραδρομής δεν είχε συμπεριληφθεί στην αρχική έκδοση. Καθαυτό το περιεχόμενο όσων είχαν γραφτεί τότε δεν έχει πειραχτεί καθόλου, και αυτό για δύο λόγους.

Ο πρώτος είναι ότι η σημερινή επαναφορά στο προσκήνιο της συλλογής λαμβάνει χώρα ερήμην των υπόλοιπων συντελεστών της αρχικής έκδοσης. Μια πιθανή επικαιροποίηση των όσων είχαν γραφτεί θα προϋπέθετε μια επικοινωνία και ένα γόνιμο περιβάλλον συζήτησης· τίποτα από τα δύο, όμως, δεν υφίσταται εδώ και αρκετά χρόνια. Ως τελικό προϊόν, επομένως, η συλλογή πρέπει να εμφανίζεται και να είναι «κλειστή». Ωστόσο, και εδώ ερχόμαστε στον δεύτερο λόγο, οι απόψεις και τα σκεπτικά που είχαν κατατεθεί τότε γύρω από το ουκρανικό ζήτημα διατηρούν την αξία και την αιχμή τους αποτελώντας μια χρήσιμη παρακαταθήκη, αν όχι προϋπόθεση, για την κατανόηση των αιτιών που οδήγησαν στη σημερινή πολεμική αναμέτρηση σε ουκρανικό έδαφος: πώς το Μαϊντάν, ένα εθνικό/κοινωνικό κίνημα μεγάλης εμβέλειας, ανέτρεψε τον τότε πρόεδρο αναπαράγοντας και εντείνοντας παράλληλα ένα σύνολο αντιφάσεων και διαιρέσεων εντός της χώρας (όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο θα ξεπεραστεί η κρίση του 2007 και ενταχθεί η χώρα στα περιφερειακά μπλοκ συσσώρευσης κεφαλαίου) οδηγώντας στον πόλεμο της Κριμαίας λίγο αργότερα και, κατ’ επέκταση, γιατί ο σημερινός πόλεμος μπορεί να εννοηθεί ως το τελικό στάδιο της εθνοποιητικής διαδικασίας που ξεκίνησε με το κίνημα του Μαϊντάν, τουλάχιστον για την ουκρανική πλευρά. Το τελικό συμπέρασμα, σε κάθε περίπτωση, ανήκει στον αναγνώστη που θέλει να αντιπαρατεθεί κριτικά με επίπεδες αντιιμπεριαλιστικές αναλύσεις, οι οποίες το μόνο που κατάφεραν να διακρίνουν τότε ήταν ένα «ναζιστικό πραξικόπημα» ενορχηστρωμένο από τις ΗΠΑ.

Σε ένα σημαντικό κομμάτι τους, θα το λέγαμε μεθοδολογικό, τα κείμενα του πρώτου μέρους απηχούν τη συζήτηση στο εσωτερικό του «milieu» εκείνης της περιόδου –μέσω του οποίου, άλλωστε, προέκυψε και η πρωτοβουλιακή συνεργασία που διοργάνωσε τις εκδηλώσεις– αλλά και την προσέγγιση δύο τουλάχιστον κειμένων προσανατολισμού από το περιοδικό Blaumachen: Η μεταβατική περίοδος της κρίσης: Η εποχή των ταραχών (τεύχος 5, 2011) και Η ανάδυση του μη-υποκειμένου (τεύχος 6, 2013). Προχωρούν, ωστόσο, και πέρα από αυτά δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στον τρόπο με τον οποίο τα κοινωνικά κινήματα του Μαϊντάν και του Αντιμαϊντάν στην Ουκρανία συνέβαλαν σε αντίστοιχες εθνοποιητικές διαδικασίες στο δυτικό και ανατολικό κομμάτι της χώρας. Σε αντίθεση με «ρεαλιστικές» αναλύσεις που φετιχοποιούν το κράτος ως αδιαφανές μαύρο κουτί, έγινε μια προσπάθεια να καταδειχθεί ότι δεν υπάρχουν μονοσήμαντα κράτη, αλλά κράτη με κοινωνίες πολιτών, με κοινωνικές αντιφάσεις, με οικονομικούς και κοινωνικούς αγώνες. Κράτη με ταξική πάλη.

Αυτονόητα, τα λάθη και οι παραλείψεις τους είναι μόνο δικά μας.

Η έκδοση μπορεί να βρεθεί εδώ.

 

The collection of texts Under ethnising flags… was published in November 2014 especially for the needs of the publics discussions on the Ukrainian crisis, the contradictions and the limits of the struggles that were to take place in Athens, Thessaloniki and Ioannina with the presence of comrades from Russia and Ukraine. It is presented here today re-paged and corrected editorially and spelling-wise, while a viewpoint text (+380), written by us, has been added, which was on the table with the material of these discussions and by mistake was not included in the original edition. The pure content of what was written at the time has not been touched at all, and this for two reasons.

The first is that the current reintroduction of the collection into the limelight is taking place in the absence of the other contributors to the original publication. A possible update of what was written would require communication and a fertile environment for discussion; neither of which has been in place for several years. As a final product, therefore, the collection must appear and be ‘closed’. However, and here we come to the second reason, the views and considerations that were put forward at the time around the Ukrainian issue retain their value and edge, constituting a useful legacy, if not a prerequisite, for understanding the causes that led to the current war on Ukrainian soil: how Maidan, a national/social movement of great scope, overthrew the then president while reproducing and intensifying a set of contradictions and divisions within the country (in terms of how to overcome the 2007 crisis and integrate the country into the regional blocs of capital accumulation) leading to the Crimean war shortly afterwards and, by extension, why the current war can be understood as the final stage of the ethnicisation process that began with the Maidan movement, at least for the Ukrainian side. The final conclusion, in any case, belongs to the reader who wants to critically counter flat anti-imperialist analyses, which only managed to discern  a “Nazi coup” at the time orchestrated by the US.

In an important part, we would call it methodological, the texts of the first part echo the debate within the “milieu” of that period – through which, moreover, the initiative collaboration that organized the events emerged – but also the approach of at least two orientation texts from the journal Blaumachen: The Transitional Period of Crisis: The Age of Riots (issue 5, 2011) and The Emergence of the Non-Subject (issue 6, 2013). They go beyond these, however, by paying particular attention to the way in which the Maidan and Anti-Maidan social movements in Ukraine contributed to corresponding ethnicizing processes in the western and eastern parts of the country. In contrast to ‘realist’ analyses that fetishise the state as an opaque black box, an attempt was made to demonstrate that there are no one-dimensional states, but states with civil societies, with social contradictions, with economic and social struggles. States with class struggle.

Needless to say, their errors and omissions are ours alone.

The brochure can be found here.

 

*Άρθρο που δημοσιεύτηκε στο 2008-2012.com στις 2.4.2022

Posted in έθνος, ιστορία, πόλεμος, συγκυρία.

Tagged with , .


Cuius regio, eius remedium: η έκδοση

Ο σύντροφος Β.Κ. ασκεί κριτική στη βάση παραθεμάτων από τον Μαρξ, οι οποίες αναφέρονται σε μια κατάσταση διαφορετική από την τωρινή· απορρίπτει πλήρως την τακτική της Κεντρικής Επιτροπής του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος και αποφεύγει εντελώς αυτό που είναι το πιο σημαντικό, αυτό που αποτελεί την ουσία, την ζωντανή ψυχή, του Μαρξισμού –τη συγκεκριμένη ανάλυση μιας συγκεκριμένης κατάστασης.

Β.Ι. Λένιν, απευθυνόμενος στους ούγγρους αριστερούς κομμουνιστές του περιοδικού Kommunismus, 12.6.1920

 

Η έκδοση που ακολουθεί επιδιώκει να κινηθεί αντίρροπα από τον συλλογισμό του Λένιν (ας μας επιτραπεί προσωρινά ο μικρομεγαλισμός) και να χρησιμοποιήσει τη συγκεκριμένη ανάλυση της τωρινής κρίσης ενάντια στις καραντινιστικές στρατηγικές των Κεντρικών Επιτροπών κάθε είδους –μικρών και μεγάλων, κοινοβουλευτικών ή μη– με έναν διπλό τρόπο: αφενός, επικεντρώνοντας στην διαδικασία υγειονομικής συγκρότησης του ελληνικού κράτους, χωρίς την κατανόηση της οποίας δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή η ασφυκτική συνθήκη από το καθολικό lockdown του Μαρτίου και μετά· αφετέρου, αναδεικνύοντας το φαινόμενο του αριστερού καραντινισμού, το οποίο εμφανίζεται για πρώτη φορά στην ιστορία του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, και μάλιστα με γνήσια αύρα επιστημονικού σοσιαλισμού ή, ακριβέστερα, σοσιαλιστικού επιστημονισμού.

Τότε, όπως και τώρα, καμία συζήτηση περί ουσίας δεν μπορεί να διεξαχθεί χωρίς να τίθενται ρητά τα πολιτικά διακυβεύματα· στην προκειμένη περίπτωση, η συγκεκριμένη πολεμική εναντίον του Λούκατς, ο οποίος στο εν λόγω άρθρο του Kommunismus ασκεί κριτική στην κοινοβουλευτική τακτική των μπολσεβίκων, έχει ως background, όπως παραδέχεται και ο ίδιος ο Λένιν, τον λίβελο περί «παιδικής αρρώστιας του αριστερού κομμουνισμού» που μόλις είχε εκδοθεί στην Αγία Πετρούπολη. Από τη στιγμή που η επιστήμη γίνεται οργανωτική αρχή του κράτους, η όποια κριτική στην αντικειμενική περιγραφή της πραγματικότητας εμφανίζεται εκ των πραγμάτων να στερείται εγγυήσεων και αναγκαστικά πρέπει να αυτονομηθεί και να στηριχθεί τον εαυτό της για να μπορέσει να προχωρήσει· αυτή είναι η κατεύθυνση στην οποία θα θέλαμε να κινηθεί η έκδοση της μπροσούρας.

Η ανάλυση μιας συγκεκριμένης κατάστασης πάντοτε περικλείει μέσα της θεωρητικές παραδοχές και δεν μπορεί να λάβει χώρα χωρίς να διαπερνάται από μια μεθοδολογία. Από την άλλη, είναι απαραίτητο για μια μέθοδο που θέλει να αντέχει στον χρόνο να πρέπει να ανταποκρίνεται στις ανάγκες κάθε συγκυρίας, τουλάχιστον των σημαντικότερων, όπως αυτή που διανύουμε; Στον Μαρξ και τη θεωρία του δεν ψάχνουμε δικαίωση ή επιβεβαίωση· την αντιπαραβάλουμε συνεχώς με την πραγματικότητα για να επαληθεύσουμε την ισχύ της και να μπορέσουμε να συνεχίσουμε να τη χρησιμοποιούμε. Οι θεωρίες κλείνουν τον κύκλο τους, όταν πάψει να υπάρχει το αντικείμενο με το οποίο καταπιάνονται και όχι όταν εμφανίζεται μια συνθήκη που δυσκολεύει την εφαρμογή τους.

*

Η ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης είναι καταδικασμένη σε ιδεολογικές μονομέρειες από τη στιγμή που αποτυγχάνει να διαγνώσει την ασυνέχεια, η οποία παράγεται στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό κάποια στιγμή στις αρχές Μαρτίου, καθώς ο κρατικός μηχανισμός προετοιμάζεται για την επιβολή του lockdown. Λίγο αργότερα, ο ίδιος ο πρωθυπουργός θα την  περιγράψει συνοπτικά:

Στον κόσμο, σήμερα, διαμορφώνονται δύο πολιτικές αλλά και ηθικές αντιλήψεις για την αντιμετώπιση της πανδημίας: Η πρώτη βλέπει την υγειονομική απειλή υπό το πρίσμα της οικονομίας, η οποία θα πρέπει να στηριχθεί όσα θύματα και αν υπάρξουν στο μεσοδιάστημα.Είναι η επιλογή των κρατών που αρνούνται τα δυναμικά μέτρα, παρόλο που κάποια δείχνουν τώρα να το ξανασκέφτονται. Δεν παύουν, όμως, να αντιμετωπίζουν τους ανθρώπους ως αριθμούς, που θα επιβιώσουν με τον χρόνο και την λεγόμενη «ανοσία της αγέλης». Η δεύτερη αντίληψη θέτει ως προτεραιότητα την υγεία των κοινωνιών, ανεξάρτητα από το κόστος που θα απαιτηθεί. Αναγνωρίζει ότι η επόμενη ημέρα θα είναι δύσκολη, ίσως και εφιαλτική. Όλοι, άλλωστε, μιλούν για «συνθήκες πολέμου». Συνεπώς και η οικονομία οφείλει να είναι «οικονομία πολέμου»… Η θέση, λοιπόν, αυτή συνεπάγεται πολλά και δραστικά μέτρα. Υπολογίζει στην πειθαρχία των πολιτών ώστε να περιοριστεί η πανδημία, που θα έχει θύματα. Όμως, όσα ερείπια και αν υπάρξουν, θέλει τους περισσότερους ανθρώπους υγιείς για να τα ξαναχτίσουν. Και αυτή ακριβώς είναι η δική μου επιλογή. Συνεπώς, πρώτη μου φροντίδα είναι ο άνθρωπος. Κάθε Ελληνίδα, κάθε Έλληνας, κάθε Ελληνόπουλο ξεχωριστά. Για τη ζωή και την υγεία τους θα αναλάβω κάθε κόστος!

Μήνυμα της 17ης Μαρτίου, από το primeminister.gr

Ναι, έχουμε κάθε λόγο να είμαστε αισιόδοξοι ότι η επιστήμη θα αντιμετωπίσει αυτή την πανδημία νωρίτερα από ό,τι αναμέναμε. Αλλά για τους επόμενους μήνες δεν θα υπάρξει καμιά μαγική λύση. Θα στηριχθούμε στις δυνάμεις του Εθνικού Συστήματος Υγείας… Ο ιδιωτικός τομέας λειτουργεί υπό την απόλυτη καθοδήγηση του Υπουργείου Υγείας… Αυτή η εξέλιξη μας δίνει τη δυνατότητα να υλοποιήσουμε ένα πολύ πιο φιλόδοξο πρόγραμμα υποστήριξης της πραγματικής οικονομίας. Το πρόγραμμα αυτό είναι δυναμικό και θα διαμορφώνεται ανάλογα με τις εξελίξεις. Σήμερα, ανακοινώνω ότι ο Προϋπολογισμός του Κράτους αναθεωρείται. Έτσι, πέραν των μέτρων που έχουν ήδη δρομολογηθεί, ύψους 3,8 δισ., θα διατεθούν ακόμη περίπου 3 δισ. για τη στήριξη της οικονομίας από τον κρατικό προϋπολογισμό. Και τουλάχιστον αλλά τόσα από τον ανασχεδιασμό του ΕΣΠΑ. Μιλώ, δηλαδή, για περίπου 10 δισ., χωρίς τις προβλέψεις για την παροχή προσθετής ρευστότητας στις επιχειρήσεις από τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά εργαλεία.

Μήνυμα της 19ης Μαρτίου, από το primeminister.gr

*

Ψάξαμε να βρούμε στη μαρξική θεωρία στοιχεία που να δικαιολογούν από τη σκοπιά της πολιτικής οικονομίας την υπαγωγή της παραγωγής αξίας στις επιταγές της δημόσιας υγείας· δεν μπορούμε να πούμε ότι οι προσπάθειές μας ευοδώθηκαν. Αν και οπωσδήποτε υπάρχουν στοιχεία που ενώνουν την περίοδο που ανοίγεται μπροστά μας με την αμέσως προηγούμενη, η αφηρημένη επίκληση των αναγκών αναπαραγωγής του κεφαλαίου, της κρίσης υπερσυσσώρευσης, της κρίσης χρέους κλπ. δεν αρκεί για να καλύψει το θεωρητικό κενό. Κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε την αξιολόγηση και ενσωμάτωση του έργου του Agamben, του Foucault, του Μπαρλαγιάννη ο οποίος μαζί με την Κορασίδου, last but not least, τοποθετούνται πιο κοντά σε αυτό που συμβαίνει. Έχει μεγάλη σημασία να κατανοήσουμε σε αυτή τη φάση ποια είναι τα όρια της μαρξικής θεωρίας εν γένει και να τα διακρίνουμε από τα δικά μας, από τον τρόπο που εμείς οι ίδιοι τη χρησιμοποιούμε, ακόμα και αν στο παρελθόν έχουν χρησιμοποιηθεί διατυπώσεις όπως η ακόλουθη:

Από εκεί και πέρα, η αναφορά σε µορφή και περιεχόµενο της κρατικής καταστολής αναπόφευκτα εµπεριέχει µια αντίληψη για το τι είναι το κράτος και ποιος είναι ο ρόλος του στην παρούσα συγκυρία. Αν και σε γενικές γραµµές άργησε να γίνει αντιληπτό το ποιοτικό άλµα στην κρατική καταστολή που καθιστά την αστυνοµία ως τη βασική διαµεσολάβηση των κοινωνικών συγκρούσεων σε όλα τα επίπεδα, εντούτοις έχω την εκτίµηση ότι στους λεγόµενους ανατρεπτικούς κύκλους έχει µείνει πίσω η κουβέντα για το τι είναι το κράτος και από πού προκύπτει η αναγκαιότητά του τόσο σε µια καπιταλιστική κοινωνία γενικά όσο και στη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία ειδικά. Οπωσδήποτε η έννοια του κράτους έκτακτης ανάγκης, καθώς και η έννοια της µηδενικής ανοχής, είναι θεωρητικά χρήσιµες, αλλά έχω την αίσθηση ότι τις περισσότερες φορές σχετίζονται µονοκόµµατα µε τη στρατιωτικοποίηση του κρατικού µηχανισµού και το δόγµα της ασφάλειας. Υιοθετώντας µια πιο διαλεκτική προσέγγιση στη σχέση του κράτους µε τις µορφές της ταξικής πάλης, ειδικά υπό συνθήκες κρίσης της συσσώρευσης κεφαλαίου, θα µπορούσαµε να πούµε πως ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά αυτού που αποκαλείται σήµερα κράτος έκτακτης ανάγκης είναι να ορίζει (και να ορίζεται από το) τι είναι υπερπληθυσµός και πώς ο διαχωρισµός, η ταξινόµηση, ο στιγµατισµός, ο αποκλεισµός, η καταστολή του ποιος είναι κατάλληλος για αξιοποίηση και ποιος όχι συνιστούν τις κατεξοχήν λειτουργίες του. Και µεταξύ άλλων, φυσικά, αυτές έχουν και µια χωρική διάσταση όσον αφορά την αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας, τη διαφύλαξη του ποσοστού κέρδους από τη γαιοπρόσοδο σε αστικό περιβάλλον κ.α. Αν λοιπόν υπάρχει ένα δεύτερο ζητούµενο από τη σηµερινή συζήτηση, είναι να αναδειχθούν τα χαρακτηριστικά του σύγχρονου κράτους έκτακτης ανάγκης και, αν θέλετε µε πιο «βαρείς» θεωρητικούς όρους, η αναγκαστικά βιοπολιτική του διάσταση σε συνθήκες πραγµατικής υπαγωγής όχι µόνο της εργασίας, αλλά και ολόκληρου του κοινωνικού σχηµατισµού, στο κεφάλαιο.

Blaumachen #6, σελ.85, άνοιξη 2013

*

Στην μπροσούρα περιέχονται τέσσερα κείμενα: στο πρώτο, υποδεικνύεται η ανάγκη να αντιστοιχίσουμε την υγειονομική συγκρότηση σε κάποιο επίπεδο της πραγματικότητας, ενώ ταυτόχρονα δηλώνεται ότι η όποια συζήτηση περί καραντίνας είναι εξαρχής μη νομιμοποιημένη, αν δεν λαμβάνει υπόψη της την αρχική μαζική μετακίνηση των κινέζων προλετάριων εκτός της πόλης Ουχάν και την επιθυμία τους για ελευθερία· στο δεύτερο, μέσω από αποσπάσματα εφημερίδων του πρόσφατου παρελθόντος, υπογραμμίζεται η μεγάλη επιρροή που είχε το έργο του Agamben σε όλο το φάσμα της αριστερής προοδευτικής σκέψης, ακόμα και εντός του αντιεξουσιαστικού χώρου, κυρίως όσον αφορά τη διαχείριση των μεταναστών· στο τρίτο, μέσα από τα πρακτικά των διεθνών υγιειονομικών συνεδρίων καταγράφονται οι τοποθετήσεις των ελλήνων εκπροσώπων, όπου γίνεται εμφανής η σύνδεση του καραντινισμού με τις εμπορικές προτεραιότητες της χώρας, ενώ παράλληλα καθίσταται φανερός ο ρόλος των λοιμοκαθαρτηρίων στην υγειονομική συγκρότηση του (ελληνικού) κράτους· στο τέταρτο, μέσω της κριτικής στον P.S. ασκείται κριτική στην έννοια της αριστερής βιοπολιτικής, ενώ ταυτόχρονα γίνεται μια σύντομη αναδρομή στο πώς λειτούργησε ο υγειονομικός μηχανισμός του ελληνικού κράτους μέχρι την εμφάνιση του ιού sars του 2003.

Στην αρχική μορφή της, και στα πλαίσια του πρωτοβουλιακού σχήματος που την προετοίμασε και στο οποίο συμμετείχαμε, παρουσιάστηκε στη σχετική εκδήλωση που διοργανώθηκε στην κατάληψη κτήματος Πραπόπουλου στις 4 Ιουλίου 2020.

Μπορείτε να κατεβάσετε την μπροσούρα σε μορφή pdf από εδώ

 

*Άρθρο που δημοσιεύτηκε στο 2008-2012.com την 1.12.2020

Posted in ιστορία, συγκυρία.

Tagged with , , , .


From 2008 to 2012 (again)

English translation below

Όταν το 2008-2012 εκδόθηκε για πρώτη φορά πειραματικά ως περιοδικό στα τέλη Δεκέμβρη του ’12, υπήρχε πράγματι ένα έλλειμμα κατανόησης του πρόσφατου παρελθόντος της ταξικής πάλης, κάποια πράγματα μας διέφευγαν. Τότε ολοκληρωνόταν μια πυκνή κινηματική περίοδος που ξεκινούσε από τα γεγονότα-τομή του Δεκέμβρη του ’08 και έφτανε μέχρι τους αγώνες ενάντια στο μνημόνιο και το κίνημα των πλατειών, έχοντας παράξει μια σειρά μορφών και αντιφάσεων οι οποίες έθεταν υπό αίρεση τα χρησιμοποιούμενα θεωρητικά εργαλεία: αντί για την επιβεβαίωση της εργατικής ταυτότητας και της αυτονομίας του προλεταριάτου, εμφανίστηκαν διαταξικά κινήματα που διαπερνούνταν από το αίτημα για πραγματική δημοκρατία· η κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου έθετε επιτακτικά την ανάγκη μιας χρηματικής θεωρίας της αξίας· η αναπαραγωγή του κεφαλαίου εν μέσω πολιτικής κρίσης υποδείκνυε τα όρια μιας παραδοσιακής αντίληψης της μορφής κράτους· η κρίση της μισθωτής σχέσης έπρεπε να γίνει κατανοητή με τέτοιο τρόπο ώστε η ανεργία και η προσωρινότητα να γίνουν αντιληπτές σε όλο το ιστορικό βάθος τους. Το ίδιο το όνομα του περιοδικού έθετε αμετάκλητα το περίγραμμα της περιόδου και σε αυτή τη βάση αποτέλεσε ανοιχτό κάλεσμα σε μια τόσο επιθυμητή όσο και αναγκαία θεωρητική συζήτηση.

Κρατώντας πάντα στο μυαλό ότι επρόκειτο για περιορισμένους αριθμούς ανθρώπων, εκείνο τον χειμώνα του ’12-’13 συνέκλιναν τα ενδιαφέροντα μιας ομάδας μελέτης πάνω στο ζήτημα του κράτους με τις διαθέσεις ενός κύκλου επαφών που είχαν δημιουργήσει οι σύντροφοι του περιοδικού Blaumachen στην Αθήνα, με το οποίο διατηρούσαμε ήδη στενή σχέση αρκετά χρόνια πίσω και ειδικά τη διετία ’08-’10 που μας ενδιαφέρει εδώ. Αποτέλεσμα αυτής της σύγκλισης –ευτυχούς για το ατομικό project 2008-2012 το οποίο συνέχισε να υπάρχει αν και σε λανθάνουσα μορφή– ήταν η δημιουργία ενός πρώτου χώρου συζήτησης, ενός πρώτου milieu αν προτιμάτε, η ημιτελής διαδρομή του οποίου μένει να καταγραφεί. Ένα μικρό κομμάτι της, παρόλα αυτά, ήταν η δημιουργία του communisation.espivblogs.net, του οποίου υπήρξαμε συνδιαχειριστές από τις αρχές του ’14 μέχρι τις αρχές του ’15· και έκτοτε οι μόνοι διαχειριστές του, κρατώντας το ενεργό χωρίς όμως να ανανεώνεται το περιεχόμενό του.

Σε εκείνο το πειραματικό τεύχος, μεγάλη έκταση καταλάμβανε ο τρόπος με τον οποίο εκείνη η πυκνή κινηματική περίοδος μετασχημάτιζε τον αναρχικό/αντιεξουσιαστικό χώρο, αναπόφευκτο λίγο–πολύ πολιτικό περιβάλλον για όποιον θέλει να κινείται εκτός της αναγνωρίσιμης και υπεύθυνης αριστεράς, εντός ή εκτός κοινοβουλίου. Όποια και να ήταν τα όρια κατανόησης από πλευράς μας εκείνου του μετασχηματισμού, η επερχόμενη άνοδος του ΣυΡιζΑ αποτέλεσε τον παράγοντα που επικαθόρισε όλους τους υπόλοιπους και φάνηκε να προσφέρει μια πολιτική διέξοδο επίλυσης των συσσωρευμένων αντιφάσεων τόσο εντός του χώρου όσο και, κι αυτό είναι το σημαντικότερο, ευρύτερα εντός του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Οπωσδήποτε όμως προσέφερε και μια πρακτική οδό ικανοποίησης ατομικών προσδοκιών κοινωνικής ανέλιξης, κρυφών ή απροκάλυπτων, οι οποίες προσανατολίστηκαν γρήγορα και μαζικά λίγο πριν τις εκλογές του Ιανουαρίου του ’15.

Η ραγδαία συριζοποίηση δεν θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστο το δικό μας milieu, το οποίο και διαλύεται λόγω της γνωστής υπόθεσης Woland. Το 2008-2012.net θα δημιουργηθεί έναν χρόνο αργότερα και θα είναι προϊόν τόσο μιας διαδικασίας κατανόησης και εναντίωσης στη συριζοποίηση όσο και μιας απόπειρας να συνεχιστεί η συζήτηση γύρω από την επικαιρότητα και το περιεχόμενο του κομμουνισμού και της επανάστασης· αυτή τη φορά με άλλα μέσα και με ακόμα λιγότερο αριθμό ανθρώπων. Ανανεώθηκε η επιθυμία για έναν χώρο συζήτησης, όπου πλέον κεντρική θα ήταν η θεωρία της κομμουνιστικοποίησης, με όλες τις τάσεις και επεκτάσεις της, η οποία ήταν και είναι μεταξύ των πολύ λίγων που συνεχίζουν να εγείρουν παρόμοια ζητήματα, τότε και τώρα. Παρέμενε για μας ακόμα ανοιχτό το ερώτημα ποια θα μπορούσαν να είναι τα χαρακτηριστικά μιας θεωρία της επανάστασης, η οποία δεν θα παρέκαμπτε πλέον τα ζητήματα φύλου και φυλής εντός του ιστορικού καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού· η οποία, με άλλα λόγια, θα επεδίωκε να σκεφτεί εκ νέου πάνω στη σχέση κεφαλαίου-εργασίας και τη σχέση κράτους-κοινωνίας πολιτών. Στα σχεδόν τρεισήμισι χρόνια λειτουργίας του site, δημοσιεύτηκαν μετάφρασεις και κείμενα προς αυτές τις κατευθύνσεις χωρίς όμως πάντοτε να συζητιούνται διεξοδικά μεταξύ μας· το site δεν μπόρεσε να υποκαταστήσει το προηγούμενο περιβάλλον συζήτησης ούτε να δημιουργήσει κάποιο νέο.

Κυλώντας ο χρόνος, γινόταν ολοένα περισσότερο αισθητή η ολοκλήρωση του προηγούμενου κύκλου αγώνων, καθώς επερχόταν σταδιακά η συνείδηση ότι η σχετική σταθεροποίηση του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού συνέπιπτε με την άνοδο και την εδραίωση του ΣυΡιζΑ στην εξουσία· του κόμματος που έγινε κράτος, αφού πρώτα έγινε κίνημα, μέσα σε λίγα χρόνια. Το πρώτο «επίσημο» πλέον τεύχος του περιοδικού 2008-2012 τον Μάιο του ’19 αποτελεί μια απόπειρα προσέγγισης αυτής συνθήκης δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στα ζητήματα του έθνους, του εθνικισμού και της μεσαίας τάξης.

Δεν αντιστοιχεί σε ατομικά εγχειρήματα να παίζουν τον ρόλο συλλογικών αναφορών, πόσο μάλλον να τις υποκαθιστούν. Ενάμιση χρόνο μετά τη διάλυση του 2008-2012.net, ενσωματώσαμε το δικό μας κομμάτι από ολόκληρη την προηγούμενη κοινή διαδρομή, η οποία περιγράφτηκε ως εδώ μόνο σε αδρές γραμμές, και εμφανιστήκαμε πλέον ως 2008-2012.com, κρατώντας πάντοτε τον απαραίτητο πληθυντικό της ευγενείας.

Ωστόσο, ούτε αυτό το πρότζεκτ κατόρθωσε να έχει την τόσο απαραίτητη όσο και  επιθυμητή διάρκεια μέσα στον χρόνο. Αφήνοντας στην άκρη τα όποια προσωπικά προβλήματα, η πραγματικότητα είναι πως η ίδια η καπιταλιστική πραγματικότητα υπέστη έναν βαθύ μετασχηματισμό κατά την περίοδο ’20-’24: μέσω της διαχείρισης της covid-19 η έννοια «πολυκρίση» γίνεται σταδιακά η μόνη κατάλληλη συμπύκνωση των σύγχρονων αντιφάσεων, η μετάβαση προς ένα νέο μοντέλο «πράσινης» καπιταλιστικής συσσώρευσης επιταχύνεται επιτιθέμενη στους προηγούμενους ταξικούς συμβιβασμούς, η εμφάνιση του πληθωρισμού μετά από τέσσερις δεκαετίες συνδέεται με το ξέσπασμα του πολέμου και τις νέες υβριδικές μορφές του, η αποσύνδεση του έθνους από το σύγχρονο καπιταλιστικό κράτος αποκτά επιτακτικό χαρακτήρα. Την ίδια στιγμή, η έκρηξη των κοινωνικών αντιφάσεων σε πλανητικό επίπεδο συνεχίζει να παίρνει μαζικά εξεγερσιακά χαρακτηριστικά, αναδεικνύοντας το γεγονός ότι δυο από τις βασικότερες στιγμές τους, οι ταραχές και η διεκδίκηση μιας δίκαιης εθνικής δημοκρατίας, μπορούν να αλληλοκαθρεφτιστούν στρεφόμενες ενίοτε η μια απέναντι στην άλλη.

Μπορεί αυτό το site να πάψει να έχει κάποια χρησιμότητα, όταν η τρέχουσα, μοναδική ιστορικά, κρίση οξυνθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε όλα να αποκτήσουν αμετάκλητα πρακτική διάσταση. Μέχρι τότε, όμως, ίσως πρέπει να σκεφτόμαστε τι πρέπει να κάνουμε και μέχρι πού μπορούμε να φτάσουμε.

Αθήνα, αρχές Οκτώβρη 2024

 

 

When 2008-2012 was published experimentally for the first time as a journal at the end of December ’12, there was indeed a lack of comprehension of the recent past of class struggle, some things were eluding our attention. At that time, a dense period of struggles, that had initiated with the caesura events of December ’08 and went all the way to the struggles against the memorandum and the movement of the squares, was coming to an end having already produced a number of forms and contradictions which challenged the theoretical tools under use: instead of confirming workers’ identity and the autonomy of the proletariat, interclassist movements emerged which were permeated by the demand for real democracy; the dominance of financial capital urgently raised the need for a monetary theory of value; the reproduction of capital in the midst of a political crisis indicated the limits of the traditional concept of the state form; the crisis of the wage relation had to be understood in such a way that unemployment and precarity were perceived throughout their historical depth. The name of the magazine itself irrevocably set the outline of the period and on this basis made for an open call to both a desirable and necessary theoretical debate.

Always keeping in mind that these were limited numbers of people, during that winter of ’12-’13 the interests of a study group on the question of the state converged with the inclinations of a circle of contacts that the comrades of Blaumachen journal in Athens had already created, with whom we maintained a close relation several years back and especially during the biennium ’08-’10 that interests us here. The result of this convergence –a fortunate one for the individual project 2008-2012 which continued to exist albeit in a latent mode– was the creation of a preliminary space of discussion, a first milieu if you prefer, the unfinished path of which remains to be recorded.  A small part of it, however, was the creation of communisation.espivblogs.net, of which we were co-administrators from the beginning of ’14 to the beginning of ’15; and since then its only administrators, keeping it active without renewing its contents.

In that experimental issue, there was an extensive coverage of the way in which that dense period of struggles was transforming the anarchist/anti-authoritarian milieu, a more or less unavoidable political environment for anyone who wants to move outside the recognizable and responsible left, inside or outside the parliament. Whatever the limits of our understanding of that transformation, the upcoming rise of Syriza constituted the factor that overdetermined any other and seemed to offer a political way out to the resolution of the accumulated contradictions within both the milieu and, most importantly, the greek social formation in the broadest sense. However, it also offered a practical way of meeting individual expectations of social ascent, hidden or overt, which were quickly and massively polarized just before the elections of January ’15.

Rapid syrization could not leave our milieu unaffected; it was dissolved, because of the well-known Woland case. 2008-2012.net will be created a year later and will be as much the product of a process of understanding and opposition to syrization as an attempt to continue the debate on the currency and content of communism and revolution; with different means and even fewer people this time. The desire for a place of discussion had been renewed, where the theory of communisation, with all its tendencies and extensions, which was and still is among the very few that continue to raise similar issues, then and now, would be central. The question of what the characteristics of a theory of revolution could be which would no longer bypass the issues of gender and race within the historical capitalist social formation retained its validity for us; which, in other words, would strive to think again about the capital-labour and the state-civil society relations. In the nearly three and a half years of operation of the site, translations and texts were published in these directions but not always discussed in detail between us; the site was unable to stand in for the previous milieu or create a new one.

As time went on, the consummation of the previous cycle of struggles became increasingly noticeable, as the awareness was gradually coming that the relative stabilisation of the greek social formation coincided with the rise and consolidation of Syriza in power; of the party that became the state, after having first become a movement, within a few years. The first “official” issue of 2008-2012 journal in May ’19 had been an attempt to approach this condition by paying particular attention to the issues of nation, nationalism and middle class.

It is not due for individual projects to account for collective references, let alone replacing them. A year and a half after the break-up of 2008-2012.net, we integrate here our part out of the entire previous common itinerary, which was described here only in rough lines, and now appear as 2008-2012.com, always maintaining the necessary pluralis majestatis.

However, this project has not managed to have the much needed and desired duration over time either. Leaving aside any personal problems, the reality is that capitalist reality itself underwent a profound transformation in the period 20-24: through the management of covid-19 the concept of “polycrisis” gradually becomes the only appropriate condensation of contemporary contradictions; the transition to a new model of “green” capitalist accumulation is accelerated by attacking previous class compromises; the emergence of inflation after four decades is linked to the outbreak of war and its new hybrid forms; the disconnection of the nation from the contemporary capitalist state becomes imperative. At the same time, the explosion of social contradictions at the planetary level continues to take on mass insurrectionary characteristics, highlighting the fact that two of their key moments, riots and the claim for a just national democracy, can feed off each other, sometimes turning against each other.

This site may cease to have any usefulness when the current, historically unique crisis is sharpened to such an extent that everything irrevocably acquires a practical dimension. But until then, maybe we should think about what to do and how far we can go.

Athens, early October 2024

 

Posted in communisation.

Tagged with .